Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Χέρια

Από παιδί μου άρεσε να παρατηρώ τα μάτια και τα χέρια των ανθρώπων και πλέον μου έχει γίνει συνήθεια. Τα μάτια γιατί νιώθω, πως από εκεί φουντάρουν ή βιράρουν "άγκυρες" οι ιδιοκτήτες τους, όπως στα όκια των καραβιών... Τα χέρια γιατί νομίζω, πως εκφράζουν καλύτερα τις σιωπές... Στα χέρια, λοιπόν, αφιερωμένη η σημερινή ανάρτηση.

Τρεις ψυχές, τρεις προσευχές:

Α) Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω.

Β) Μη με παρατεντώσεις, Κύριε,θα σπάσω. 

Γ) Παρατέντωσε με , Κύριε κι ας σπάσω.


(Νίκος Καζαντζάκης, "Αναφορά στον Γκρέκο")
 

Λεπτομέρεια από το κεντρικό μέρος της Καπέλα Σιξτίνα, "Η δημιουργία του Αδάμ" Michelagelo


Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
(Γ. Σεφέρης)




Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
 Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σο

  μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
 μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
(Μαρία Πολυδούρη)


Ντ. Γκ. Ροσέττι, Πάολο και Φραντσέσκα του Ρίμινι. 1855,  Πινακοθήκη Tate Britain του Λονδίνου.
 

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄ αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,
(απόσπασμα από το ποίημα "Σ’ αγαπώ", ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ)
 
"Σπουδή για χέρια", Ντουρέρ


...χέρια μου, δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής.
(Τάσος Λειβαδίτης)




…Άχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις
να σου μάθει τ’ όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται:
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη
ούτε καν ποιητής που να μπορέσει
τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν.
( Κική Δημουλά "Τα μισανθή χέρια") 

 Escher, "Drawing Hands"


“Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;”
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.

Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.”

(Μιχάλης Γκανάς, "Τα χέρια", από το βιβλίο “Γυναικών – μικρές και πολύ μικρές ιστορίες", εκδ. Μελάνι)
 
..γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν,
η πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει. 
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τη συλλογή: "Ξένα Γόνατα")


  "Ψηλαφώντας"
 
Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν

μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν

ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου

τα χέρια μου

άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.

(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)
 



 "Χέρια"
Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις

Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται

Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους

Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια

Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ

Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν

Κοιτάζω τα μάτια…

Χέρια χέρια όλο τα χέρια

Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα

Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται

Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει

Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός

Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι

Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου

Ποιος είναι;

Είσαι συ επιτέλους

Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!

Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια

Τι θέλουν

Τι λένε

Τα χέρια μας ξεγελούν

Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι

Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή

Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό

Και πια δεν ξέρω

Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες

Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει

Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!

Όλα εκτός απ’ το γράψιμο

Αίμα αίμα

Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.


(Robert Desnos, μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης

Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας,εκδ. Καστανιώτης)
στα τοιχώματα του σπηλαίου στο El Castillo, στην Ισπανία.

Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
(Προσανατολισμοί, ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ)
 

"Κοχύλια και παλιά δαντέλα", χαρακτικό (1983) του Ιταλού καλλιτέχνη Raffaello Piraino. 



γιατί τα χέρια είναι σχοινιά...





Δώσ'  μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Τάσος Λειβαδίτης






Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν. 



Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,  
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.

(Πέδρο Σαλίνας Μακρύς θρήνος, 1975)

"τα δυο σου χέρια"

" σπουδή για χέρια", Ντεγκά



Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

(Αργύρης Χιόνης, από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)


Κράτησα τη ζωή μου στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν


στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα 

να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Γ. Σεφέρης



 





Ο Guido Daniele δημιουργεί θαύματα χρησιμοποιώντας χέρια σαν καμβά ζωγραφικής!


Επίσης, ο Αρμένιος φωτογράφος, ζωγράφος και σχεδιαστής Tigran Tsitoghdzyan στην τελευταία του δουλειά με τίτλο Millenum μας εντυπωσιάζει με τις δημιουργίες του!



 

 

Νικρίτιν Σολομών, "Χέρι ζητιάνου. Μελέτη για το έργο "Το Παλαιό και το Νέο" (Αρχές δεκαετίας 1930)


  σπουδές για χέρια του Βαν Γκογκ


  Τέσσερα χέρια, Βαν Γκογκ

Χέρια με ένα ραβδί, Βαν Γκογκ
 Χέρια στην ποδιά, Βαν Γκογκ 

Σπουδή 3 χέρια 2 με μαχαίρια, Βαν Γκογκ

 2 χέρια με εργαλείο τζακιού, Βαν Γκογκ

Τα χέρια είναι τα μάτια των τυφλών... Ένας τυφλός αισθάνεται με τα χέρια του αντίγραφο του πίνακα του Ελ Γκρέκο στο μουσείο του Πράντο στην Μαδρίτη. Hoy toca el Prado (άγγιξε το Πράντο) ονομάζεται η πρωτοβουλία όπου οι τυφλοί επισκέπτες μπορούν να αισθανθούν τ’ αντίγραφα 6 γνωστών έργων ζωγραφικής. Τ’ αντίγραφα δημιουργήθηκαν με την τεχνική “Didu” που εφοδιάζει με υφή και όγκο τους πίνακες.


 Τελικά..., ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια!