Ετοίμαζα
ανάρτηση για τον μεγάλο μας Ποιητή, λόγω ημέρας, όταν ανακάλυψα στο cretalive το παρακάτω αφιέρωμα. Μου
αρέσει πάρα πολύ, γι' αυτό και το αναδημοσιεύω:
Γεννήθηκε
στις 29 Απριλίου 1863 και η μοίρα θέλησε να φύγει από την ζωή 70 ακριβώς χρόνια
αργότερα την ημέρα των γενεθλίων του στα 1933…
Κωνσταντίνος Καβάφης
«…Είμαι
Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα
σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου
ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά
για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου
ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι
πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα
κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της
Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά…»( αυτοβιογραφικό απόσπασμα
του Κωνσταντίνου Καβάφη)
Ήταν
το ένατο παιδί του Πέτρου Καβάφη, μεγαλέμπορου βαμβακιού. Η μητέρα του ανήκε σε
παλιά Φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Και τα δυο αυτά στοιχεία, η
εμπορική ιδιότητα του πατέρα και η αρχοντιά της μητέρας συντέλεσαν σημαντικά
στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ποιητή.
Μετά το θάνατο του πατέρα του και την
σταδιακή διάλυση της οικογενειακής επιχείρησης, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην
Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Το 1878 η οικογένειά
του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873
και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον
και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται
εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.
Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα
μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των
εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων.
Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται
παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον
παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει
ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει
επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε
αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896,
όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο
αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.
To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό.
To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό.
Το 1904 θα γράψει ένα από τα
σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας
τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για
την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.
Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται
στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του,
δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς
εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της
λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο
Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η
Μυρτιώτισσσα.
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Κ.
Καβάφη :«…Έπρεπε να
είχε γεννηθεί στο 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του
Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά
χρόνια πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας –να
διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής
Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο
ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του –πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κι ειρωνεία και τα
ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει πάνω τους μια μικρή αχτίδα
από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και
κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και
χρώμα –και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία,
βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του. Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω
απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή
της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της –την τέλεια που της
ταιριάζει- στην τέχνη και να σωθεί...»
Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά
του Ιθάκη.
…Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη…
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη…
Το
1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ
και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει
τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.
δια χειρός Εγγονόπουλου
Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει
επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή
ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά,
Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων
περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα),
τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική
καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Ανέκδοτα, δηλαδή 75 ποιήματα που
βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή που βρέθηκαν στα
χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή.
Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο
Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως
μετέπειτα γενικό κληρονόμο του.
Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί
στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα»,
γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο
Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα
Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο
ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το
παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ».
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από
καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό
διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών
του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη
στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας και στις 2 μετά τα μεσάνυχτα
αφήνει την τελευταία του πνοή. Ξημέρωνε η 29η
Απριλίου του 1933, η ημέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.
Όσο μεγαλώνω, όλο και περισσότερο
σκαλώνω στους παρακάτω στίχους του...
…Σε μερικούς ανθρώπους
έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να
πούνε…
αν και...
Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι - το σωστό - εις όλην την ζωή του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου