Όλοι εκτιμούμε την "υψηλή ποίηση", ακόμη και εκείνη που βαριόμαστε να την διαβάζουμε. Άλλωστε είναι "υψηλή" και μας διαβεβαιώνουν οι κριτικοί και τα βραβεία γιαυτή.
Υπάρχει και μια άλλη μορφή ποίησης η οποία μπορεί να ασχολείται με μεγάλες ιδέες και να λέει μεγάλες αλήθειες (ή μεγάλα ψέμματα, το ίδιο κάνει), χρησιμοποιώντας περισσότερο παραδοσιακά εκφραστικά μέσα, στο μεταίχμιο της δημοτικής ποίησης, του λαϊκού τραγουδιού, της μαντινάδας και της ημερολογιακής ρίμας. Το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι αξιοθαύμαστο.
Και όπως μου είπε κάποτε ο λόγιος του Πειραιά, αείμνηστος Δαμιανός Στρουμπούλης, "οι ήσσονες ποιητές είναι η ποίηση" ή κάπως έτσι.
Να ένα ποίημα, αγνώστου ποιητή, το οποίο μου διηγήθηκε με συγκίνηση προχθές μία ασθενής. Της το είπε ο ΕΛΑΣίτης πεθερός της προ δεκαετιών και το αποστήθισε.
"Η συννεφιά κι η ξαστεριά, κόρες του Ρήγα-Χρόνου,
προχτές συναπαντήθηκαν σ’ ένα σκαλί του Θρόνου.
Η πρώτη, κλαψοπρόσωπη, στρέφει και λέει του Ρήγα:
Γιατί πατέρα μου, γιατί, εγώ όπου κι αν πήγα,
από τις ρούγες τις πλατιές, ως τα στενά σοκάκια
όλοι με κακοδέχονται με πίκρα και με κάκια,
ενώ την αδερφή μου εδώ, την πολυπαινεμένη,
όλοι την καλοδέχονται, παντού όπου κι αν πηγαίνει.
Κι ο Ρήγας είπε: Κόρες μου, η μια την άλλη δέτε,
καθένας από λόγου του, μισιέται κι αγαπιέται."
Το ποίημα που εγώ αποστήθισα και μέσα μου το λέγω, αποδίδεται στον Αλέκο Φωτιάδη και το συνάντησα στο βιβλίο «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Α΄ Γυμνασίου» ΟΕΔΒ 1976 ( αν και είμαι σίγουρος που πρώτη φορά ήταν στο αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού ή κάπου εκεί).
"Τον αετό τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κοτέτσι .
Κι ο κόκορας τον ρώτησε:
« Γιατί πικραίνεσ’ έτσι,
που τα ’χεις όλα τώρα;
Και το νερό στον τόπο του, και το φαϊ στην ώρα,
και στα κατσάβραχα δεν πας ,
όπου μπορεί στο τέλος
μες στα καλά καθούμενα να φας κανένα βέλος.
Για πες μου τί σου λείπει
κι όλο σε δέρνει η λύπη
και την καρδούλα σου χαλάς;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε: «Σαν κόκορας μιλάς»."
Τα γυμνασιακά μου χρόνια φώτισε ένας στίχος που είδα να αποδίδεται στον Σεφέρη, αλλά όλοι στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά γνωρίζαμε πως σχεδιάστηκε από τον υιό του καθηγητή μας της Μουσικής Αποστόλου Ζυγούρη, ο οποίος και το μελοποίησε έξοχα. Αλλά ποιός το έγραψε δεν έχει σημασία, φθάνει που γράφτηκε.
"Κάπου η σιωπή χωρίς να πει τίποτα πολλά λέει,όπως κάποτε το γέλιο φαίνεται οτι είναι γέλιο κι όμως κλαίει..."
Υπάρχει και μια άλλη μορφή ποίησης η οποία μπορεί να ασχολείται με μεγάλες ιδέες και να λέει μεγάλες αλήθειες (ή μεγάλα ψέμματα, το ίδιο κάνει), χρησιμοποιώντας περισσότερο παραδοσιακά εκφραστικά μέσα, στο μεταίχμιο της δημοτικής ποίησης, του λαϊκού τραγουδιού, της μαντινάδας και της ημερολογιακής ρίμας. Το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι αξιοθαύμαστο.
Και όπως μου είπε κάποτε ο λόγιος του Πειραιά, αείμνηστος Δαμιανός Στρουμπούλης, "οι ήσσονες ποιητές είναι η ποίηση" ή κάπως έτσι.
Να ένα ποίημα, αγνώστου ποιητή, το οποίο μου διηγήθηκε με συγκίνηση προχθές μία ασθενής. Της το είπε ο ΕΛΑΣίτης πεθερός της προ δεκαετιών και το αποστήθισε.
"Η συννεφιά κι η ξαστεριά, κόρες του Ρήγα-Χρόνου,
προχτές συναπαντήθηκαν σ’ ένα σκαλί του Θρόνου.
Η πρώτη, κλαψοπρόσωπη, στρέφει και λέει του Ρήγα:
Γιατί πατέρα μου, γιατί, εγώ όπου κι αν πήγα,
από τις ρούγες τις πλατιές, ως τα στενά σοκάκια
όλοι με κακοδέχονται με πίκρα και με κάκια,
ενώ την αδερφή μου εδώ, την πολυπαινεμένη,
όλοι την καλοδέχονται, παντού όπου κι αν πηγαίνει.
Κι ο Ρήγας είπε: Κόρες μου, η μια την άλλη δέτε,
καθένας από λόγου του, μισιέται κι αγαπιέται."
Το ποίημα που εγώ αποστήθισα και μέσα μου το λέγω, αποδίδεται στον Αλέκο Φωτιάδη και το συνάντησα στο βιβλίο «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Α΄ Γυμνασίου» ΟΕΔΒ 1976 ( αν και είμαι σίγουρος που πρώτη φορά ήταν στο αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού ή κάπου εκεί).
"Τον αετό τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα κοτέτσι .
Κι ο κόκορας τον ρώτησε:
« Γιατί πικραίνεσ’ έτσι,
που τα ’χεις όλα τώρα;
Και το νερό στον τόπο του, και το φαϊ στην ώρα,
και στα κατσάβραχα δεν πας ,
όπου μπορεί στο τέλος
μες στα καλά καθούμενα να φας κανένα βέλος.
Για πες μου τί σου λείπει
κι όλο σε δέρνει η λύπη
και την καρδούλα σου χαλάς;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε: «Σαν κόκορας μιλάς»."
Τα γυμνασιακά μου χρόνια φώτισε ένας στίχος που είδα να αποδίδεται στον Σεφέρη, αλλά όλοι στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά γνωρίζαμε πως σχεδιάστηκε από τον υιό του καθηγητή μας της Μουσικής Αποστόλου Ζυγούρη, ο οποίος και το μελοποίησε έξοχα. Αλλά ποιός το έγραψε δεν έχει σημασία, φθάνει που γράφτηκε.
"Κάπου η σιωπή χωρίς να πει τίποτα πολλά λέει,όπως κάποτε το γέλιο φαίνεται οτι είναι γέλιο κι όμως κλαίει..."