"Τον παρακολουθούσα όση ώρα μου διάβαζε τους στίχους του. Ήταν ατημέλητος.
Παλιοπαντέλονο δίχως τσάκιση, το αιώνιο σκούρο πουλόβερ με το γυριστό γιακά κι
ο αχώριστος σκούφος στο κεφάλι. Μια μορφή αλλόκοτη, πικρή, μοναχική, στερημένη.
Το μάτι στρογγυλό σαν του ψαριού˙ γυμνό, ανελέητο, άλλοτε γεμάτο ακοίμητη
έννοια κι άλλοτε πάλι να μπιρμπιλίζει μέσα του όλη η κεφαλλονίτικη και η
κινέζικη πονηριά του. Ένας συμπαθητικά άσχημος άντρας. Ο ίδιος νιώθει
σαρκαστική ευχαρίστηση όταν σκιτσάρει με τρεις φράσεις τον μαρκονιστή του
«Πυθέα» στη Βάρδια, δηλαδή τον εαυτό του:
...Κοντός, κάτου από το κανονικό, με αραιωμένα μαλλιά. Φορούσε χακί
βρακί, που κρατιόταν στη μέση του μονάχα από το πρώτο κουμπί. Τ’ άλλα λείπανε.
Το ʼνα του αυτί έγερνε κι ήταν μεγαλύτερο από το άλλο.
Απορροφημένη καθώς ήμουν απ’ αυτές τις σκέψεις, δεν κατάλαβα ότι είχε
σταματήσει και με κοίταζε. Στα λεπτά του χείλη έπαιζε εκείνο το μοναδικό, το
ακαταμάχητο αλεπουδίσιο χαμόγελό του:
- Κοίταξέ με καλά... είμαι σα σκαραβαίος. Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος. Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί˙ δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας το σκοτάδι των πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι... Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τ’ όνειρά μας... Μάταια... μάταια... όλα ήταν μάταια..."
- Κοίταξέ με καλά... είμαι σα σκαραβαίος. Ένας άσχημος, κουτός σκαραβαίος. Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί˙ δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας το σκοτάδι των πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι... Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο νομίζοντας ότι κρατούμε τ’ όνειρά μας... Μάταια... μάταια... όλα ήταν μάταια..."
Αυτά τα λόγια έγραφε η Κούβελα-Τασιάκου Φλέρρυ, στο «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής φιλόσοφος. Αφιέρωμα
στον μαρκονίστα ποιητή, τον αέναο εραστή της θάλασσας και της γυναίκας, για τα
τρία χρόνια από το θάνατό του – Η τελευταία συνέντευξή του», Γυναίκα,
τ. 736/11-4-1978.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910,
στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα ο ποιητής των θαλασσών και των ναυτικών, Νίκος Καββαδίας. Και οι δύο γονείς
του ήταν Κεφαλονίτες, ενώ ο πατέρας
του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα.
Οικογένεια Καββαδία, όταν ακόμα είχαν
μόνο δύο τέκνα και έμεναν ακόμα στην Μαντζουρία.
Με το
ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή
και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει
στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το
τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος
Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος. Η
οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, αλλά στην συνέχεια
μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό και είναι
συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται
και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει
κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το
συγγραφικό του ταλέντο.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο
«Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το
Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του
τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση.
Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά
περιοδικά της εποχής.
Νοέμβρη του 1928 εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτοπαίς» και
τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος
Νικόλαος». Το 1933 κάνει την επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη
δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού»,
το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια (μόνοι
ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας
Βάρναλης.)
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει το 1934 από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το
1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής,
παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά»
του «κομμουνιστή άνευ δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει
συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους
τόπους και τις εμπειρίες του.
Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι»
Ξυλογραφία του Γ. Βακαλό για το Πούσι εκδ. 1947
και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα
και με αυτήν τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του.
Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια»,
την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν
τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας, όσο και
του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα,
αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.
Δύο σχέδια
του Γιάννη Tσαρούχη από το τετράπτυχο της εικονογράφησης της
«Bάρδιας».
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και
γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και
την ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Toulouse -
Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων
- άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους
Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό. Επηρεάστηκε
από Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη,
Παπανικολάου, Εμμανουήλ, Καβάφη, αλλά και από τον Γάλλο ποιητή Μπωντλαίρ: «κι ένα τραγούδι σκάρωσα σε στυλ
μπωντλαιρικό…»
Ο «Κόλιας», (το παρατσούκλι που του έδωσε ο ζωγράφος Βάλιας Σεμερτζίδης),
ζώντας μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών (οι περισσότεροι από τους οποίους
αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας), εγκαταλείπει
τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών
μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975,
πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του
«Τραβέρσο»,
με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το
ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος
μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε
δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί
και άλλα ποιήματα του Καββαδία..
Τα έργα του: Ποίηση: "Μαραμπού" (1933), "Πούσι" (1947), "Τραβέρσο" (1975),
"Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη": αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005. Πεζά: "Βάρδια" (1954) "Λι" (1987): γυρίστηκε σε ταινία το 1995 με τίτλο "Between the Devil and the Deep Blue Sea" από την Marion Hansen σε μουσική Wim Mertens, "Του πολέμου/Στ’ άλογό μου" (1987)
ΞΕΜΠΑΡΚΟΙ - "Πούσι "
"Γράμμα ενός αρρώστου"
Μαρίζα Κωχ - "Φάτα Μοργκάνα"
«Απόπειρα για μεταφορά στον καμβά της
ποιητικής προσωπικότητας του μεγάλου λογοτέχνη», από τον
Γιώργο Χατζή.
"O ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ" -ΕΚΠΟΜΠΗ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, ΕΡΤ
Δυστυχώς τα ντοκιμαντέρ – αφιερώματα στον Νίκο Καββαδία από
το ψηφιακό αρχείο της ΝΕΤ δεν είναι διαθέσιμα...
Εδώ όμως θα διαβάσετε το αφιέρωμα της καθημερινής
καθώς θα παρακολουθήσετε και αφιέρωμα στον ποιητή από τη μηχανή του χρόνου (alpha)
http://www.youtube.com/watch?v=xSef7PKh1Ng
http://www.youtube.com/watch?v=uqQE8TW-j1c
http://www.youtube.com/watch?v=UMCSRUxlikQ
http://www.youtube.com/watch?v=4Dqq6SU1rYA
Πολλά και τα αφιερώματα από γνωστά περιοδικά...
Η ποίησή του πηγή έμπνευσης και για τον ζωγράφο-αγιογράφο Γιώργο Κόρδη
Στο έργο του εκφράζεται η περιπέτεια της κάθε Θαλασσινής ψυχής…
Κυριαρχεί παντού η Θάλασσα, ο δρόμος της ελευθερίας...
Το ότι έβλεπε τη Θάλασσα σαν βαπόρι, σαν σωσίβιο του
εσωτερικού του κόσμου το εκφράζει στο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα
Εμμανουήλ» (Μαραμπού):
"Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ να σας σώσει,
κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
και ταξιδεύει αδιάκοπα στην ατελείωτη γη…"
Διαβάζεις το έργο του και βλέπεις να κυριαρχούν παντού Θάλασσα, γυναίκα… , θάνατος.
Και όλα, μα όλα διαποτισμένα από ένα έντονο πάθος!
Αγαπώ υπερβολικά όλο το έργο του.
Εδώ φαίνεται το γνωστό τατουάζ στο αριστερό χέρι του με την "πιστή" του γυναίκα: μια γοργόνα
YARA YARA
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σα γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σα γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, - και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Εγώ, - και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ'το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ'το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Melbourne 1951
Μαρτυρίες για τον ποιητή από Στρατή Τσίρκα, Παν. Χρ. Χατζηγάκη, Μανώλη
Αναγνωστάκη και άλλους:
σχέδιο από τον Δημήτρη Ξηριτάκη
"Όταν δείτε σε καμιάν εξοχή έναν άνθρωπο να 'ναι
ακουμπισμένος με την πλάτη σ' έναν τοίχο και να καπνίζει ή να παίζει το
κομπολόι του, είναι ναυτικός που 'χει πάρει τη σύνταξή του. Έχει πιάσει, καθώς
λένε, αγκωνάρι." (απόσπασμα από τη «Βάρδια»)
Η προτομή του ποιητή Νίκου Καββαδία στο Αργοστόλι
Κεφαλονιάς.
Για κλείσιμο, σε αυτό το μικρό αφιέρωμα ενός μεγάλου ποιητή,
το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα, αυτό που έχω ζητήσει από τα παιδιά μου, να με συνοδέψει όταν θα "κινήσω" για το μεγάλο μου "ταξίδι"…
"Καραντί"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου