Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

"Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια…"



Για τους χαρταετούς έχουμε αναρτήσει ξανά πέρυσι: 

 "Στέγες και αετοί", Γκίκας

Όμως η σημερινή μέρα, η εργασία που κάναμε στο σχολείο με τους μαθητές μου, μα πάνω απ’ όλα η λαχτάρα μου να δω πολλούς χαρταετούς να κόβουν βόλτες εκεί ψηλά, μου δίνουν το ερέθισμα για άλλη μια ανάρτηση, και ας ήταν ένας και μοναδικός ο χαρταετός που είδα φέτος! Με τόση βροχή και 8 μποφόρ Γαρμπή, πάλι καλά που ένας τολμηρός τα κατάφερε!
Μόλις τον αντίκρισα, θυμήθηκα το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου» που έχει ως θέμα το αποκριάτικο κι ανοιξιάτικο αντέτι (έθιμο) των χαρταετών στη Σμύρνη. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1963, 40 χρόνια μετά την καταστροφή της πόλης και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο ελληνικό κοινό, όπως τα «Ματωμένα Χώματα», που είχαν κυκλοφορήσει το προηγούμενο έτος. Ο συγγραφέας αναφέρεται με πάθος και νοσταλγία στη χαμένη πολιτεία, και ειδικά στον ελληνικό μαχαλά του Χατζηφράγκου, όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια.

«Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα! Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός! Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στης γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
Ο Σταυράκης, ο Σταυράκης του Αμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Μα χαραμίστηκε η ζωή του. Ας είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Να σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν  άλλον που αμόλαρε τσερκένι – όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά – συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. Ο Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά.
Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Και τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Το κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες – να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα – και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Μα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Μπλέκανε τα δύο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ήπαιρνε το τσερκένι. Και αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Ναι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν έχεις σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Ήπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Βέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Τα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή πολλές γωνίες. Να σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο – μισό τσέρκι δηλαδή – με την κόρδα και με τη σαϊτα του. Η  σαϊτα του – αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού – ήτανε μια ξύλινη βέργα. Ο γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Αυτό για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα.
Κάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Το τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Αυτός ήτανε ο σκελετός. Τον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Βέβαια, το καλό τσερκένι ήπρεπε να’ ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Μα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα, μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Του κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη και, σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Το πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Τούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Ακόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Βλέπεις, για την ελληνικιά παντιέρα χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Αμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες και τ’ άστρα στη γωνιά. Μα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια – σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο – ήτανε το μπακλαβουδωτό. Ούλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Εξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Ακριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Και πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου! Αυτά τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Τα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Τα μάτωνε. Αμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Αυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικα κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο ήτανε.
Αυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.»

Κοσμάς Πολίτης, «Στου Χατζηφράγου», ΕΣΤΙΑ, 1962, Α΄ Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1964
Γλωσσάριο
Τσερκένι, το (λέξη λατινική): σμυρναίικος χαρταετός, σε σχήμα ημικυκλίου στο πάνω και ημιρόμβου στο κάτω μέρος του. Οι Ερυθραιώτες τον ονόμαζαν πιο συχνά σμυρνάκι. Στον ουρανό της Νέας Ερυθραίας βλέπαμε να πετούν τέτοια τσερκένια και σμυρνάκια ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατασκευασμένα από Νεοερυθραιώτες. Σήμερα αμφιβάλλουμε αν θυμάται πια κανείς τον τρόπο κατασκευής τους. Αντέτι, το (λέξη τούρκικη): έθιμο. Σκόλη, η: αργία, γιορτή. Στου Χατζηφράγκου: λαϊκή γειτονιά της Σμύρνης, κοντά στην πυκνοκατοικημένη συνοικία Μορτάκια. Αλάνι, το (τουρκ.): πλατεία, ξέφωτο. Δώμα, το: ταράτσα, επίπεδη στέγη. Ταρλάς, ο (τουρκ.): οικόπεδο. Γερανός, ο: το αποδημητικό πουλί γερανός, που οι Έλληνες της Ιωνίας ονόμαζαν επίσης και αγέρανο ή γερανιό, και πίστευαν ότι φέρνει τα χελιδόνια και την άνοιξη. Κορωνίζω: αιωρούμαι, υπερίπταμαι. Μυρωδιές, παρσίματα: κόλπα και παιχνίδια υπεροχής με τα τσερκένια. Χιανετιά, η (τουρκ.): ατιμία, πονηριά, απάτη, ζαβολιά, μπαμπεσιά. Οριά, η: ουρά. Τάκλα, η (τουρκ.): τούμπα, στροβιλισμός. Γιαρμάς, ο (τουρκ.): ο ξυλένιος ή καλαμένιος σκελετός του χαρταετού. Σιτζίμι, το (τουρκ.): χοντρός σπάγγος. Διμισκί, το: σπάγγος πολυτελείας, ‘’δαμασκηνός’’. Τσουβαλίσιος: φτηνός σπάγγος κατώτερης ποιότητας. Τσέρκι, το (λατ.): κύκλος, στεφάνη. Κόρδα, η (λατ.): χορδή. Τούρκος, Φραντσέζος, Έλληνας, Αμερικάνος, μπακλαβουδωτό, ο ουρανός με τ’ άστρα: ονομασίες τσερκενιών από τα σχέδια των χαρτιών τους. Μπακλαβουδωτό, το (τουρκ.): ρομβοειδές. Τσιρίσι, το (τουρκ.): αυτοσχέδια κόλλα. Παντιέρα, η (λ. ιταλική): σημαία. Οχταράκι, μεταλλίκια: παράδες, κέρματα, υποδιαιρέσεις της οθωμανικής χρυσής λίρας. Μια βολά: μια φορά.
(Του Θοδωρή Κοντάρα)






Και μερικοί πίνακες ζωγραφικής ακόμα
«Ο Χαρταετός», έργο του Ισπανού ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια (1746-1828).


Πετώντας τον χαρταετό -Robert Gemmell Hutchison R.S.A. R.S.W. - 1907

"Πετώντας Χαρταετούς" - John George Brown - 1867

Ian Mac Donald

"Αγόρι πετάει χαρταετό" Frederick McCubbin - 1909



"Σκυλιά κυνηγούν χαρταετό" - Carl Reichert

"Χαρταετός" - Henri Lebasque

χαρταετός" -Ignacio Pinazo Camarlench

 "The red kite" - Geoffrey Smith

"Τρία παιδιά του Richard Arkwright με χαρταετό" -Joseph Wright of Derby - 1791

"Πέταγμα χαρταετών στη Montmartre" - William James Glackens - 1906


"Two Peasant Boy with a kiteAlexey Venetsianov

"Πορτρέτο δύο αγοριών με ένα χαρταετό" - George Romney


 Ενδιαφέροντα μου φαίνονται και αυτά:


"Flying Man kites", 2003 -Diepe, France
( rip-stop nylon, fiberglass frames)


 
“Ό,τι  μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η ποίηση: ΝΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΑΝΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη Στιγμή όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια.”
Οδυσσέας Ελύτης, "Ο Μικρός Ναυτίλος"

έργο του Ν. Στεφάνου

2 σχόλια:

  1. Πανέμορφο.
    Αν θέλω να δακρύσω, αρκεί να τραγουδήσω:
    "Let's go fly a kite
    up to the heavens' height
    let's go fly a kite and send it soaring
    up to the atmosphere
    up where the air is clear
    Oh! Let's go fly a kite!"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι!!!! Τέλειο!!! Mary Poppins!!!
    http://www.youtube.com/watch?v=BA-g8YYPKVo

    ΑπάντησηΔιαγραφή