Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Είναι το χρώμα που με τρελαίνει!




Άγριες ανεμώνες



Κρόκος μωβ



Στίχοι, μουσική, πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Λάγιος

Από τον κύκλο τραγουδιών τoυ Λάγιου "Ερωτική πρόβα" (1991)



Είναι το χρώμα που με τρελαίνει,
που με τρελαίνει.
Φτιάχνει στεφάνι στο πρόσωπό μου,
με σημαδεύει.




Λιβάδια με λεβάντες στην Προβηγκία



Πώς το φοβάμαι τέτοιο χρώμα,
πώς με μεθάει, πώς το μισώ,
πώς το μισώ!
Πώς νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πώς με μεθάει, πώς το μισώ,
πώς το μισώ!




Ανθισμένη Αφροδίτη


Πόθοι κλεισμένοι, φυλακισμένοι,
φυλακισμένοι.
Στο αίμα με πάθος μού φέρνουν δίψα,
μόνος καίγομαι.




Aurora



Πώς νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πώς με μεθάει, πώς το μισώ,
πώς το μισώ!

Το χρώμα σπάζει πάνω στην πέτρα,
μέσα στην άμμο.
Πάει στη μάνα, στο πένθος πάει,
με όλα ταιριάζει.




Αμέθυστος



Πώς το φοβάμαι τέτοιο χρώμα,
πώς με μεθάει, πώς το μισώ,
πώς το μισώ!




Ανθισμένο θυμάρι της πατρίδας Κρήτης



Πώς νιώθω φόβο με τέτοιο χρώμα,
πώς με μεθάει, πώς το μισώ!
Πώς το αγαπώ, αυτό το  ΜΩΒ!



Αστερίας Ειρηνικού








…και εννοείται πως ΔΕΝ ΤΟ ΜΙΣΩ! Μας το προσφέρει τόσο απλόχερα η μάνα Φύση, για να μας ξεκουράζει, να μας ανακουφίζει, να χαϊδεύει τη ματιά μας, να μας κανακεύει και να μας λικνίζει ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε, με την αξία διφθόγγου που έχει!

"Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ" , γράφει ο Ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.





Όταν δε, έχεις τέτοιο κόλλημα με το χρώμα, φροντίζεις πολλά από τα καθημερινά αντικείμενα που χρησιμοποιείς (από τον αναπτήρα σου μέχρι τη …σκούπα!), να είναι ΜΩΒ!


Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

"ΕΠΙΣΤΟΛΗ"



Ονόματα δεν παίρνει αυτό που ζούμε  
έτσι όπως πλήρες έχει εγγραφεί
  στην αθωότητα του γίγνεσθαι
  και είναι αυτό που είναι
  κρυφό και άδηλο και ανείπωτο
  ουσία γυμνή
  κι επίθετα χωρίς.

 
Δεν ψάχνω ονόματα λοιπόν να βρω σ’ εκείνο
  που δίχως λέξεις δύναται ν’ ανθεί
  και τα κορμιά μας έτσι να ψυχώνει
  την ώρα που συμπλέκονται συσπώνται
  δονούνται περιστρέφονται γυμνά
  κι όταν υπάρχουν τόσο ή κατά τρόπο
  που τίποτε άλλο πια δεν μένει να υπάρξει.

 
Δεν έχω ανάγκη να ονομάζω την αγάπη
  τον έρωτά μου Έρωτα να πω
  και στα χαρτιά μου να τον δω και να τον δείξω
  να ψιθυρίσω ή να φωνάξω είναι αυτός·

 
να φέρω λόγια εκεί που όλα τα λόγια
  δεν έχουν και δεν θα ’χουν εξουσία
  να ονοματίσω όπως-όπως τη στιγμή
  και τη ζωή αυτή να συνοψίσω
  να υποκύψω πάλι σε ορισμούς
  να πω πως έχω εκείνο που με έχει
  και στο άτιτλο κατ’ εξοχήν να βάλω τίτλο.

 
Τι σημασία έχουν οι λέξεις πες μου
  όταν ριζώνουμε έτσι στη σιωπή
  και η σιωπή αδόκητα καρπίζει
  κι όταν το μεταξύ μας είναι ρώμη
  πράξη και δράση ενέργεια καθαρή
  σημείο μηδέν απ’ όπου όλα αρχίζουν.

 
Ανώνυμο το ανώνυμο θ’ αφήσω
  σε τόπο άτοπο εκεί να κατοικεί
  και το άχρονο διαρκώς να επιστρέφει
  και να 'ναι μες στη νύχτα η αστραπή.
  Ανείπωτο το ανείπωτο θ’ αφήσω
  και γιατί άγραφο θα βιωθεί
  γι’ αυτό και απαράγραπτο θα μένει

 
γι’ αυτό και αφού τελειώσει
  θα διαρκεί.



Θεοδόσης Βολκώφ