Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Οδυσσέα Ελύτη,



 από την ποιητική συλλογή "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου"


                         Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20
Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες
να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα
του Ήλιου. 

                            Μ. ΤΡΙΤΗ, 21
Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέ-
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα
μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα. 


                        Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22
Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται
σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας. 

                            Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου    άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

                            Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην. 


                            Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

                            Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β
                                                            Αντίς για όνειρο
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ'
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν». 

                        Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος. 

                            Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β
Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο
              που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

                            ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26
Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει. 

                            ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β
                                                  Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή    μυρωδία
Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά
θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου    καρδία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου