Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Αυγουστιάτικα...





 …Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια

δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο

είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου

βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήταν η καρδιά στη  θέση της

ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα

η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού

να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!…


Ο. Ελύτης, "Προσανατολισμοί"


"Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου

εκείνο που εννοώ. Θέλει να ‘χει άγριες πείνες άπνοιας

ο Αύγουστος για να ζητάει μελτέμι

ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και

στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς ευώνυμο

στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας…"


Ο. Ελύτης, "Δυτικά της λύπης"



"Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον
Αύγουστο είναι κατά πολύ ανώτερες απ’ τις άλλες που συντρέχουν
για να συντελεστεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου"
Ο. Ελύτης, "Εκ του πλησίον"



…Σαν να μόνο τα ονειρεύεται η Σελήνη
μα πραγματικά τα βλέπει εκείνη.
Και την ώρα που κλαίμε ή τα μάτια κλείνουμε να φανταστούμε τι
γραμμένο ακόμη απομένει κατακέφαλά μας να βρει
αναστεναγμός ακούγεται άλλος
κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες
μια δροσιά μυριστική με συνοδεία κιθάρας χύνεται.
Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες.
Πού και πού επιπλέον σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται
κι ερωτεύονται κάτω από τις φιστικιές ανάβουν
τα πάλαι ποτέ φιλιά
ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος όρκος
και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά…

Ο. Ελύτης, "Το φωτόδεντρο και η 14η ομορφιά"



"…Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε,
μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
έλα λοιπόν από την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
ν’ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ’ αναστήσουν το αίσθημα
γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου…"

Ο . Ελύτης, "Προσανατολισμοί"



Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
Κάθε χρόνο
κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο
εἰσβάλλει στὸ προαύλιο
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
ἡ μαύρη πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα
τὰ παιδιὰ προσπαθοῦν
νὰ τὴν πιάσουν
ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνουν
εἶναι ἡ Ἅγια-Πεταλούδα
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα
μόνο γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα χάνεται
γιὰ νὰ ξαναεμφανιστεῖ
πάλι τὸν ἄλλο Αὔγουστο
ἡ Ἅγια μαύρη-Πεταλούδα
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου…
Μίλτος Σαχτούρης




 …Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας

θα ‘ναι νύχτα κι Αύγουστος.

Πελώριες άρπες πού και πού

θ’ ακούγονται και

με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μεσ’ απ’ τη μαυρίλα

θ’ αρχίσει να αναδύεται…


Ο. Ελύτης, "Τα ελεγεία της Οξώπετρας"
 






 Παραμονές Δεκαπενταύγουστου
Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ωρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.

Μάνος Ελευθερίου

  

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου" πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 190,6 στο τεύχος 141-142 του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού Παναθήναια. Ο "φακός" του Παπαδιαμάντη εστιάζει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας στη Σκιάθο. Στο προαύλιο του ναϊσκου υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου ζει σαν καλόγηρος ένας πρώην άρχοντας του τόπου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που αναπολεί τις καλές και κακές στιγμές της ζωής του.


" Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;..."




Ο  Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει στο ποίημα "Μακριά"


Θα `θελα αυτήν τη μνήμη να την πω...


Μα έτσι εσβήσθη πια...σαν τίποτα δεν απομένει


γιατί μακριά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.




Δέρμα σαν καμωμένο από γιασεμί...


Εκείνη του Αυγούστου - Αύγουστος ήταν ; - βραδιά...


Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια, ήταν θαρρώ, μαβιά...


Α ναι, μαβιά, ένα σαπφείρινο μαβί.






Αυγουστιάτικο φεγγάρι


Πέρα από τους κίτρινους λόφους, πέρα από τα σύννεφα


είναι η θάλασσα. Όμως ανάμεσα στη θάλασσα και σε σένα


υπάρχουν μέρες φοβερές, λόφοι που κυματίζουν και υψώνονται στον ουρανό,


παρεμβάλλονται πριν από τη θάλασσα. Εδώ πάνω στο λόφο υπάρχει η ελιά


και το πηγάδι, τόσο μικρό που δεν μπορείς να καθρεφτιστείς,


και οι καλαμιές, οι καλαμιές, που ποτέ δεν ησυχάζουν.


Και το φεγγάρι, ανεβαίνει. Ο σύζυγός της είναι ξαπλωμένος


σ’ ένα χωράφι, με το κρανίο κομματιασμένο από τον ήλιο


– μια γυναίκα δεν μπορεί να τραβήξει ένα σώμα


σαν να ήταν σακί. Υψώνεται το φεγγάρι που ρίχνει μια μικρή σκιά


κάτω από τα στριφτά κλαριά. Η γυναίκα στη σκιά


κοιτάζει προς τα πάνω, μ’ ένα μειδίαμα τρόμου


σ’ αυτό το τεράστιο πρόσωπο, το με αίμα


που πήζει και πλημμυρίζει κάθε γωνιά των λόφων.


Το ξαπλωμένο σώμα στα χωράφια δεν κουνιέται


ούτε η γυναίκα στη σκιά. Μόνο το ματωμένο


μάτι μοιάζει να γνέφει σε κάποιον και να του δείχνει το δρόμο.


Έρχονται μεγάλες ανατριχίλες στους γυμνούς λόφους


από μακριά, και η γυναίκα τις νιώθει στην πλάτη της,


όπως τότε που τρέχανε σ’ αυτή τη σταρένια θάλασσα.


Και τα φύλλα της ελιάς, χαμένα σ’ αυτή τη θάλασσα


από φεγγαρόφωτο, θροΐζουν – ακόμα και η σκιά του δέντρου


αρχίζει να σκοτεινιάζει, να μεγαλώνει και να την καταπίνει.


Τρέχει έξω, στον φεγγαρένιο τρόμο,


και την ακολουθεί το θρόισμα της αύρας πάνω στους βράχους


και μια λεπτή σιλουέτα που της δαγκώνει τα γυμνά της πόδια,


τα φυτά, και τον πόνο στην κοιλιά. Έπειτα κρύβεται στη σκιά


γέρνοντας στους βράχους δαγκώνοντας τα χείλη της.


Κάτω, η γη στο σκοτάδι, κολυμπάει στο αίμα.



CESARE  PAVESE , μετάφραση: Γιάννης  Η. Παππάς
 



Ο “Τρομερός Μήνας Αύγουστος” είναι ένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός για την πρώτη του σύζυγο, τη Μιμή,  η οποία πέθανε το 1973. Το βιβλίο γράφτηκε την ίδια χρονιά.
"Σε βλέπω σαν μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά που ζητά να με ξαναπεριλάβει. Να χωνευτώ μέσα στη ζέστα σου. Και μετά την τελευταία φορά, ξάπλωσες πάνω στα πόδια μου, απ’ την αντίθετη πλευρά της καρδιάς σου. Τίποτα δεν πρόλεγε πως ήταν η τελευταία. Δεν είχες προλάβει να γεράσεις. Τις πρώτες, τις ελάχιστες άσπρες τρίχες που εμφανίστηκαν στους κροτάφους σου τις αγαπούσες. Το ότι θα σου δινόταν να γεράσεις για σένα ήταν ευτυχία. Γιατί σήμαινε πως θα ζούσες".  


                                                   ...λές και στρώσαμε τον Αύγουστο χαλί...


Το φάος – φως του Αυγούστου, παγιδεύει τον χρόνο, αγιάζει τον κόσμο!

Όλες οι φωτογραφίες είναι από την πόλη μου και από τις παραλίες που την αγκαλιάζουν!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου