Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ίχνη καλοκαιριού



..με τη γεύση του καρπουζιού να εξακολουθεί σταθερά να μας ευφραίνει, 




Walasse Ting, "γυναίκα τρώγοντας καρπούζι"
 

και μέσα από στίχους,

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟ
Το καρπούζι μου πάγωνε τα δόντια κι έμενε
Η Ελένη μισάνοιχτη όσο διαρκούσε το άστρο

«Αυτό που βλέπεις είναι το βάρος του βουνού
Βγαλμένο στην εσάρπα με τις έξι Χίμαιρες


Αυτός εκεί ο κομήτης Φελσφεβόρ

Χρόνους πολλούς πριν φτάσει και μοιάζει ακόμη του Χριστού
Στο πρόσωπο και στη χαρά που κάνει ο άνεμος πριν σβήσει
Αυτή με τα μαλλιά σαν κέρας είναι ο πυρετός
Που θα γυαλίσει τα παιδιά και ίσως τα πάρει


Και αυτά οι κλωστές στην άμμο της γαλήνης

Θα ιδούμε ακόμη και άλλα

Θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος
Κάτω απ' τους τσίγκους με τη συννεφιά και με το φθόριο
Ή μπορεί ν' ακουστεί και η φυσαρμόνικα
Μαύρη στο μαύρο και που δεν εξηγιέται.»

Και τ' άστρο διαρκούσε όσο η Ελένη κοίταζε
Και το καρπούζι πάγωνε τα δόντια.


    ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ

                      ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, (1971)
 George Henry, "young women with watermelon and grapes",1867


και μέσα από πίνακες ζωγραφικής γνωστών και λιγότερο γνωστών ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών.
"φλεγόμενο καρπούζι," Τσόκλης

"Μάγκας τρώγοντας καρπούζι", Περικλής Πανταζής

Αλέκος Φασιανός, λιθογραφία


Julia Sattout,  "κορίτσι με καρπούζι"





Faisal Laibi

Hafiz Droubi "Watermelon Sellers"

"Kitchen Still Life with Watermelon" ,Kim Stenberg


"still life-watermelon" ,Salvador Dali

και το  καλοκαίρι αφήνει τα ίχνη του
σε «μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο»,


στη «συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι»!


«Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!», λέει οΝίκος Καρούζος




«Τόσο το θέρος, τόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος

Η πάντων και πασών Ελληνίς η θάλασσα» 
γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης (Εκ του πλησίον)


Ενώ στο «Εν Λευκώ», λέει ο Ποιητής:
 
«Το ελληνικό καλοκαίρι κατά τον Ε. Teriade»


“Στάλα στάλα συνάζει μέσα της η καρυδιά τη σκοτεινή δροσιά. Το κυπαρίσσι ερημώνει γύρω του τα πάντα κι απομένει δασύ, κυρίαρχο. Ίδια και ο πλάτανος. Προστάτες φασματικοί των κάμπων της Αργολίδας και της Αρκαδίας.

Η συκιά σταυρώνει τα χλωμά της μέλη, τεντώνεται μες στο πετσί της το γυαλιστερό και χνουδάτο, τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στην ίδια της την ευωδιά.

Οι ροδιές ανάβουνε σαν κοκόρια. Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της.

Οι ροδοδάφνες, που μοσκοβολούνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, όμοια νερό, βαθιά στις κοίτες των ξεροπόταμων.

Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτείες, μήτε χώμα και νερό. Άφαντα όλα.

Πιωμένος φως – μονάχα μια σκιά μαύρη – ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη από την ίδια του τη θυσία.

Η αντίσταση σ’ ένα τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Μέσα στη διαφάνεια, ποιο διάφανος ακόμη, πιο λευκός, ο Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακά την ύπαρξή του την ώρα που το μεσημέρι το αττικό φτάνει στη μεγαλύτερή του ένταση κι όπου μονάχα νεράιδες τριγυρνάν μες στο θαμπωτικό διάστημα.

Η Ελλάδα στους χάρτες ανύπαρχτη.

Λες και βρήκε ο κόσμος το μακαρισμένο τέλος του σ’ αυτή την απόλυτη ισότητα.

Κι όμως, το ίδιο αυτό φως, το αστραφταβόλο, το καταιγιστικό, που αναιρεί την Ελλάδα μες στα μεσημέρια, την αποκαθιστά πάλι το ηλιοβασίλεμα κάτω από τα φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα του δειλινού και αργότερα κάτω από την τρυφερή παρουσία της Σελήνης.

Τότε ξαναβρίσκει τον εαυτό της η Ελλάδα. Ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ξαναπαίρνει στους χάρτες τη θέση που της αξίζει. Θέλω να πω τη θέση των ονείρων.”



Και ο Γιάννης Ρίτσος μας περιγράφει στα «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού»

XXX

“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,

τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,

σκοινιά, καράβια και φανάρια,

γλάροι, καθρέφτες και καρποί-

τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.



Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,

μύρια ποτήρια του νερού

φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα

στο περιγιάλι αστράφτουνε.



 Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,

κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”



XXXIX

“Στα μεγάλα κόσκινα του καλοκαιριού,

κοκκινίζεις του ήλιου το κριθάρι,

το φλουρί, το κεχριμπάρι

παίζει στο λαιμό σου,

παίζει στα δυο σου χέρια

και στο κούτελό σου.



Κι όλο κοσκινίζεις

και ψωμί δε φτιάχνεις.

Πώς χορταίνει κι αυγαταίνεις;

Πώς χορταίνουνε τα δέντρα σου

και τα πρόβατά σου;



Κι ο γιαλός, ο αστραφτερός

σα γαλάζιος σκύλος

κάθεται στα πισινά του

και σαλεύει την ουρά του,

και του ρίχνεις μια ματιά

στα πεταχτά

και χορταίνει, – πώς χορταίνει

τέτοιος σκύλος;



Μες στον κάμπο η κόκκινη εκκλησιά

και στη ράχη ο άσπρος μύλος.



Και προτού το δείλι γείρει

έφτιαξες τον ήλιο όλο μελοπίτες

και κουλούρες του χορού

για τους κυνηγούς και τ’ άτια του νερού

για της Άγιας Πελαγίας το πανηγύρι.”

 Σταθόπουλος


Ένας πίνακας που κοσμεί το δωμάτιο της "μικρής" μου κόρης από τα παιδικά της χρόνια κρεμασμένος ακόμα στη θέση του, παρά τις αφίσες Rock συγκροτημάτων που προστέθηκαν από την ίδια, είναι αυτός:


 M. Cassatt, Παιδιά που παίζουν στην παραλία,1884. 



Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού!


«Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ» Ο.Ε.






2 σχόλια:

  1. Αμέ, έχει αφού για τους περισσότερους το καλοκαίρι και το παγωτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Και για μένα ήταν, αλλά μόνο στα παιδικά μου χρόνια, όχι τώρα.
    Εξάλλου ο Ρίτσος λέει:
    http://www.youtube.com/watch?v=FW9ocvVOwV0
    Αλλά,
    "…Έτσι κι αλλιώς είναι σικέ
    ετούτος ο αγώνας
    μέχρι να πάρεις παγωτό
    σε βρίσκει ο χειμώνας."
    (Πάνος Κατσιμίχας-Μάνος Ξυδούς)

    ΑπάντησηΔιαγραφή