Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη για τον
Πικιώνη:
«Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να
διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις».
(το παρακάτω κείμενο γραμμένο καθ’ υπαγόρευση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αγνή
Πικιώνη το πρωί της 5ης Απριλίου 1987, στο σπίτι της, όταν ο ζωγράφος
ανταποκρινόμενος σε πρόσκλησή της επισκέφθηκε και είδε τα ζωγραφικά έργα του
Πικιώνη.)
«Ο Πικιώνης, αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι, πρέπει να τον δούμε σαν
ένα Ευρωπαίο που μένει στην Ελλάδα και προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Δεν είναι απ’
αυτούς που θέλουν να γίνουν εφάμιλλοι της Ευρώπης αλλά θέλει να κάνει ό,τι θά
‘κανε ένας Ευρωπαίος στην Ελλάδα. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια γιατί όταν ο
καλλιτέχνης θέλει να γίνει εφάμιλλος, εξαρτάται από το τι ονομάζει Ευρώπη. Όλοι
αυτοί που πάνε ένα διάστημα ή και περισσότερο στην Ευρώπη τι βλέπουν και τι
ξέρουν από Ευρώπη; Το πρόβλημα είναι αυτό. Η Ευρώπη των καφενείων και των
άσκοπων συζητήσεων, ο καφές και το φολκλόρ του Παριζιάνικου δημιουργούν ένα
εμπόδιο να καταλάβει κανείς τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο. Τι έχει
κάνει γι’ αυτό ο κόσμος, παλιός και καινούργιος; Ο Έλληνας καλλιτέχνης που
παίρνει στα σοβαρά την Ελλάδα είναι μοιραίο να έρθει σε αντίθεση με το επίσημο
κράτος και με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό δίνει στον κάθε δημιουργό
Έλληνα την δυσκολία να υπάρχει και να είναι διαφορετικός από τον Ευρωπαίο και
τον Ανατολίτη.
Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλμα επ’ άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική, είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του Cezanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους, ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη· κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ του φυσικού δίνουν τη δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι’ αυτόν είναι Ποίημα, στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
Πρέπει νά ‘ναι ωραίο αυτό που κάνουμε, έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν είναι. Ο σκορπιός, έλεγε, εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και δεν θα τον θέλαμε παρ’ όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ’ αυτόν.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία του ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι «θετικοί» αρχιτέκτονες, που βάλλουν το confort και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της, είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά φυσή και πολλά άλλα δείχνουν πάντα τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφική δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού, που τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα νέο στοιχείο μεταφυσικό έρχεται στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως. Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να τα βάλει σ’ έναν κόσμο στέρεο και έντονο. Κάποτε ο Le Corbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια σαν τις Versailles, θέλω να κάνω τέχνη αλλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και πειθαρχούν σ’ έναν ανώτερο ρυθμό, που βγαίνει από μας και είναι πια η έκφρασις των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.»
Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλμα επ’ άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική, είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του Cezanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους, ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη· κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ του φυσικού δίνουν τη δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι’ αυτόν είναι Ποίημα, στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
Πρέπει νά ‘ναι ωραίο αυτό που κάνουμε, έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν είναι. Ο σκορπιός, έλεγε, εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και δεν θα τον θέλαμε παρ’ όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ’ αυτόν.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία του ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι «θετικοί» αρχιτέκτονες, που βάλλουν το confort και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της, είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά φυσή και πολλά άλλα δείχνουν πάντα τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφική δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού, που τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα νέο στοιχείο μεταφυσικό έρχεται στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως. Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να τα βάλει σ’ έναν κόσμο στέρεο και έντονο. Κάποτε ο Le Corbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια σαν τις Versailles, θέλω να κάνω τέχνη αλλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και πειθαρχούν σ’ έναν ανώτερο ρυθμό, που βγαίνει από μας και είναι πια η έκφρασις των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.»
Η μεγάλη του αγάπη ήταν η ζωγραφική. Σ’ αυτήν αφιέρωσε ένα
μεγάλος μέρος των σπουδών και της ζωής του ολόκληρης. Κι όμως, ποτέ δεν έβγαλε
στο φως τους πίνακές του, τους ανακάλυψε τυχαία η κόρη του, Αγνή Πικιώνη:
«Το 1958, με
αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου
--όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της--
αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη
κασέλα. Ο Πικιώνης δε θέλησε ποτέ να παρουσιάσει το ζωγραφικό του έργο».
Απαιτήθηκαν περισσότερα από 30 χρόνια -μετά την έκθεση το 1978 στην Εθνική
Πινακοθήκη- για να γίνει μια συνολική παρουσίαση του έργου του Πικιώνη στην
Ελλάδα. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάστηκαν το 1998 στην Ακαδημία Αθηνών με
την αφορμή της κυκλοφορίας της δίτομης έκδοσης «Πικιώνης Ζωγραφικά» από τον
«Ίνδικτο». Είχαν προηγηθεί μόλις το 1994 τα άπαντά του (εκδ. «Μπάστα-Πλέσσα»).
Τώρα πια ο όγκος του έργου του Πικιώνη, που διασώζεται χάρη
στην οικογένεια, δωρίστηκε στο Μουσείο Μπενάκη. Έτσι η κόρη του, Αγνή Πικιώνη,
που αφιέρωσε μια ζωή στο να αναδειχθεί το έργο του πατέρα της και να είναι
προσιτό στους μελετητές και τους φοιτητές που της χτυπούσαν την πόρτα,
αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση και τρομερή ανακούφιση.
«Είναι σε πολύ καλά χέρια
πια», τονίζει.
Ο ζωγράφος Γιώργος
Μπουζιάνης, λέει:
«Είχε κάτι το
μυστηριώδες η ομιλία του. Άρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε
χωρίς όμως ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβηνε στο τέλος,
σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη
τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια
κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του. Κάποτε όμως έριχνε
ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και
μένα μέσα σ' ένα μαγευτικό κόσμο». …
«Αλλά σε μια στιγμή
που μου μιλούσε γι' αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και την ζωγραφική του,
ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Μα ξέρεις, δεν θέλω εγώ να τα
κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές».
Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους
στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα
καρποφορήσουν. Τώρα όλα μου φαινόντανε πιο ξεκάθαρα, πιο συνειδητά και πιο
θετικά. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα
συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Μια μεγάλη βαθιά φυσιογνωμία που περπατά
μέσα στους δρόμους μας και πετάει τους σπόρους που θα βγάλουν σίγουρα καρπούς.
Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και
καλλιτέχνη». (αφήγηση του Γιώργου Μπουζιάνη για τον Δημήτρη Πικιώνη, Αθήνα, 11 Ιανουαρίου
1958)
Σχέδιο από τα Αττικά. (Πηγή: Πικιώνης, Ζωγραφικά, τ. Β, Αθήνα: Ίνδικτος, 1997
Ένας άλλος σημαντικός ζωγράφος, ο Παναγιώτης Τέτσης,
περιγράφει τον δάσκαλο Πικιώνη ως εξής:
«Μιλούσε ψιθυριστά, χαμηλόφωνα. Έλεγε για τον Σεζάν, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Άλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες όπως τον Εγγονόπουλο, κάποτε δε καλούσε κι άλλους όπως τον Τσαρούχη. Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη».
«Μιλούσε ψιθυριστά, χαμηλόφωνα. Έλεγε για τον Σεζάν, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Άλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες όπως τον Εγγονόπουλο, κάποτε δε καλούσε κι άλλους όπως τον Τσαρούχη. Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη».
Ο τότε μαθητής του,
αρχιτέκτων Δημήτρης Αντωνακάκης αφηγείται:
«Είχα την τύχη να δουλέψω με τον
Πικιώνη στην Ακρόπολη —ως φοιτητής— το καλοκαίρι του '56 και το χειμώνα
'56-'57. Μάθημα αξέχαστο — εμπειρία μοναδική κι ανεπανάληπτη. Τον έβλεπα λίγο.
Ήταν απορροφημένος με το έργο στον Λουμπαρδιάρη και σπάνια τον πείθαμε να
ανέβει μέχρι εμάς, που δουλεύαμε κάτω απ' την Ακρόπολη. «Μας εμπιστευόταν»,
έλεγε. Εμπιστοσύνη που διδάσκει την υπευθυνότητα. Και η δουλειά πάνω στην
Ακρόπολη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη στους άλλους, σ' αυτούς που θα
ζήσουν το χώρο: στα παιδιά, που τα παρακολουθεί έκθαμβος να παίζουνε κουτσό για
να πατήσουν από πλάκα σε πλάκα —βαλμένη με τόση προσοχή δίπλα στις άλλες—
αναγνωρίζοντας στην κίνησή τους τη χορευτική ερμηνεία της δικής του απόφασης
καθώς αποτυπώθηκε πάνω στο πλακόστρωτο. Στους γέροντες, που αναπαύονται στα
τσιμεντένια πεζούλια ή που κοιτούν στοχαστικά τη γη, τις πλάκες, το χορτάρι που
ξεφυτρώνει ανάμεσα, καθώς βαδίζουνε προσεκτικά από πλατύσκαλο σε πλατύσκαλο,
κατεβαίνοντας»…
"Για μας, τότε, ο Πικιώνης ήταν ο
άνθρωπος που κράταγε με πείσμα ανοιχτό τον κλεφτοπόλεμο απέναντι στην
υλοποιημένη εικόνα μιας κοινωνίας που οι αξίες της περιορίστηκαν στη δύναμη και
το κέρδος. Μιλώντας αλληγορικά, εντοπίζοντας την προσοχή μας στην ΑΡΕΤΗ, που
την προσδιόριζε με στίχους του Σολωμού, του Σικελιανού και του Παλαμά,
αποδεικνύοντας σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, ότι
τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Μέσα στην οργιώδη κατεδάφιση και ταυτόχρονη
ανοικοδόμηση της Αθήνας της δεκαετίας του '50, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έχει
περιοριστεί σε λίγα κακοσχεδιασμένα και απλοϊκά κατασκευαστικά στερεότυπα…
Η παρέμβαση λοιπόν του Πικιώνη σ' αυτή τη φάση της καθημερινής αρχιτεκτονικής
πρακτικής με το καινούργιο ποιοτικό λεξιλόγιο που εισήγαγε δεν ήταν απλά μια
άλλη λογική, αλλά ήταν μια επανάσταση απέναντι στην αδιαφορία γι' AΥTO που
χτίζεται και για τον ΛΟΓΟ που χτίζεται". ( από ομιλία του μαθητή του Δημήτρη Πικιώνη, αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη
στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας στις
8.12.1987)
Η
εκτίµηση του αρχιτέκτονα - πολεοδόµου Αλέξανδρου Παπαγεωργίου-Βενετά,ο οποίος
µιλάει για τον δάσκαλό του στις «Διαλέξεις αρχιτεκτόνων στο ΕΜΠ» που έχουν
κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Futur:
«Η
σχέση του µε την ιστορία και την επέµβαση στο τοπίο υπήρξε καθοριστική. Ο
Πικιώνης επενέβη στο ιστορικό τοπίο της Αθήνας µε µοναδικό γνώµονα το καλλιτεχνικό του αισθητήριο και όχι την
ιστορική µεθόδευση και αξιοπιστία. Εισήγαγε µε πολλή διακριτικότητα στη σύνθεσή
του στον ιστορικό χώρο της Αθήνας, αναφορές σε µνήµες οικείων και αξιαγάπητων
µορφών από την ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση όλων των ιστορικών περιόδων. Ήταν
διαχρονικός στην ελληνοκεντρικότητά του. Αυτό εξάλλου διαφαίνεται και από τα
γραπτά και τα αρχιτεκτονικά έργα του. Αυτή ήταν η βασική του προσέγγιση και
αυτό θέλησε να τονίσει».
Σε μια γειτονιά που είναι γεμάτη με δρόμους που φέρουν
ονόματα ξένων αρχιτεκτόνων όπως Τσίλλερ και Ροστάν, έζησε στην Αθήνα ο Δημήτρης
Πικιώνης. Σε μια πόλη που την εκτίμησε όσο κανείς άλλος χωροταξικά και
περιβαλλοντικά, κλήθηκε να δημιουργήσει δημόσια κτίρια και κατοικίες, να
επιμεληθεί κοινόχρηστους χώρους, και το έκανε τηρώντας τον "όρκο του αρχιτέκτονα"
. "Μην απορείτε", έλεγε στους μαθητές του, "θα έπρεπε να υπάρχει τέτοιος όρκος που
να λέει: 'Θα σέβομαι το περιβάλλον και την ιστορία μου, και θα διατηρώ την
ομορφιά και τη λειτουργικότητα της πόλης.'
- Ο ποιητής της Αρχιτεκτονικής (ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 31 Μαΐου 2009)
- Πίνακες και Κείμενα του Δημήτρη Πικιώνη (www.eikastikon.gr)
- «Δημήτρης Πικιώνης; Επεξεργασία και αυτοσχεδιασμός» του Δημήτρη Αντωνακάκη
- Δημήτρης Πικιώνης: «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς» (Πηγή: contactiongr.blogspot.gr)
- Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) – Τα χρόνια της μαθητείας μου κοντά του. (Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς)
- Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) – Ο δάσκαλος και η μαιευτική του μέθοδος (Πηγή: www.papageorgiou-venetas.com)
- «Ποιήματα με πέτρες» στα Ελληνικά του Αντώνη Αντωνιάδη
Ας πούμε πως με τις αναρτήσεις αυτές γνωρίσαμε ένα κομμάτι
της ψυχής αυτού του τόσο σημαντικού ανθρώπου, Δημήτρη Πικιώνη.
Δεν κατάφερα να το διαβάσω ολόκληρο ακόμη αλλά μου αρέσει η μίνι μας σειρά "Μεγάλοι Έλληνες". Ο Πικιώνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και από τους λιγότερο γνωστούς. Μας έφαγε ο Le Corbusier!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜοντερνισμός και συσσωρευμένες πόλεις, βλέπεις!
ΑπάντησηΔιαγραφή