Από όσο το αγάπησαν και όσο το μίσησαν όλοι μαζί οι άλλοι, διπλά παραπάνω το αγάπησα. Θέλω πότε- πότε να μεταφέρω εδώ ορισμένες από τις αγαπημένες μου αναρτήσεις στο Σύμπαν της Τέχνης που φιλοξενήθηκε στις ιστοσελίδες του γνωστού αστρονομικού forum, Astrovox.
Gaius Valerius Catullus, Ποίημα 66, Coma Berenices, 84-54πχ
Από Καλλιμάχου του Κυρηναίου, 310-240πχ
Δημοσιεύθηκε: 15/05/2010, ημέρα Σάββατο και ώρα 22:32
Δημοσιεύθηκε: 15/05/2010, ημέρα Σάββατο και ώρα 22:32
Omnia qui magni dispexit lumina mundi,
qui stellarum ortus comperit atque obitus,
flammeus ut rapidi solis nitor obscuretur,
ut cedant certis sidera temporibus,
ut Triviam furtim sub Latmia saxa relegans
dulcis amor gyro devocet aerio,
idem me ille Conon caelesti in lumine vidit
e Bereniceo vertice caesariem
fulgentem clare, quam cunctis illa deorum
levia protendens bracchia pollicita est,
qua rex tempestate novo auctus hymenaeo
vastatum finis iuerat Assyrios,
dulcia nocturnae portans vestigia rixae
quam de virgineis gesserat exuviis.
estne novis nuptis odio Venus, atque parentum
frustrantur falsis gaudia lacrimulis
ubertim thalami quas intra limina fundunt?
non, ita me divi vera gemunt, iuerint.
id mea me multis docuit regina querelis
invisente novo proelia torva viro.
at tu non orbum luxti deserta cubile,
sed fratris cari flebile discidium?
quam penitus maestas exedit cura medullas!
ut tibi tunc toto pectore sollicitae
sensibus ereptis mens excidit! at te ego certe
cognoram a parva virgine magnanimam.
anne bonum oblita es facinus, quo regium adepta es
coniugium, quod non fortior ausit alis?
sed tum maesta virum mittens quae verba locuta es!
Iuppiter, ut tristi lumina saepe manu !
quis te mutavit tantus deus? an quod amantes
non longe a caro corpore abesse volunt?
atque ibi me cunctis pro dulci coniuge divis
non sine taurino sanguine pollicita es,
si reditum tetulisset. is haud in tempore longo
captam Asiam Aegypti finibus addiderat.
quis ego pro factis caelesti reddita coetu
pristina vota novo munere dissolvo.
invita, o regina, tuo de vertice cessi,
invita: adiuro teque tuumque caput:
digna ferat quod si quis inaniter adiurarit:
sed qui se ferro postulet esse parem?
ille quoque eversus mons est quem maximum in oris
progenies Thiae clara supervehitur,
cum Medi peperere novum mare, cumque inventus
per medium classi barbara navit Athon.
quid facient crines, cum ferro talia cedant?
Iuppiter, ut Chalybon omne genus pereat,
et qui principio sub terra quaerere venas
institit ac ferri fingere duritiem!
abiunctae paulo ante comae mea fata sorores
lugebant, cum se Memnonis Aethiopis
unigena impellens nutantibus aera pennis
obtulit Arsinoes † elocridicos ales equus,
isque per aetherias me tollens avolat umbras
et Veneris casto conlocat in gremio.
ipsa suum Zephyritis eo famulum legarat,
Graia Canopiis incola litoribus,
†hi dii ven ibi vario ne solum in lumine caeli
ex Ariadneis aurea temporibus
fixa corona foret, sed nos quoque fulgeremus
devotae flavi verticis exuviae,
uvidulam a fletu cedentem ad temple deum me
sidus in antiquis diva novum posuit:
Virginis et saevi contingens namque Leonis
lumina, Callisto iuncta Lycaoniae,
vertor in occasum, tardum dux ante Booten,
qui vix sero alto mergitur Oceano.
sed quamquam me nocte premunt vestigia divum,
lux autem canae Tethyi restituit,
(pace tua fari hic liceat, Rhamnusia virgo:
namque ego non ullo vera timore tegam,
nec si me infestis discerpent sidera dictis,
condita quin veri pectoris evoluam)
non his tam laetor rebus quam me afore semper
afore me a dominae vertice discrucior,
quicum ego, dum virgo quondam fuit, omnibus expers
unguentis, una milia multa bibi.
nunc vos optato quom iunxit lumine taeda,
non prius unanimis corpora coniugibus
tradite nudantes reiecta veste papillas,
quam iucunda mihi munera libet onyx,
vester onyx, casto colitis quae iura cubili.
sed quae se impuro dedit adulterio,
illius ah mala dona levis bibat irrita pulvis:
namque ego ab indignis praemia nulla peto.
sed magis, o nuptae, semper concordia vestras,
semper amor sedes incolat adsiduus.
tu vero, regina, tuens cum sidera divam
placabis festis luminibus Venerem,
unguinis expertem non siris esse tuam me,
sed potius largis adfice muneribus.
sidera cur retinent? utinam coma regia fiam
proximus Hydrochoi fulgeret Oarion.
Καλλιμάχου Βερενίκης Κόμη
Μετάφραση: ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ
Εκείνος που των ουρανών τ' αμέτρητα είδε φώτα
και ξέρει πότε δ' ανατείλουν και θα δύσουν,
πώς σκοτεινιάζει η φλογερή λάμψη του γρήγορου ήλιου,
πώς χάνονται οι αστερισμοί και βγαίνουν άλλοι,
πώς η Σελήνη πάει κρυφά προς το βουνό της Λάτμου
όταν η αγάπη από τα ύψη την καλεί στη γη,
αυτός, ο Κόνων, μ είδε στον αιθέρα, μες στη νύχτα,
πλεξούδα απ' τα ξανθά μαλλιά της Βερενίκης,
να λάμπω! Σ' όλους τους θεούς εκείνη μ' είχε τάξει
τείνοντας ικετευτικά τα ωραία της χέρια,
τότε που ο άντρας της απ' τον υμέναιο ξαναμμένος.
έφευγε προς των Ασσυρίων τη γη, να την κουρσέψει.
Και τότε σ' όλους τους θεούς, για χάρη του αδελφού σου,
μ' έκανες τάμα με πολλές θυσίες ταύρων.
για νά 'ρθει πίσω γρήγορα, και την Ασία να υποτάξει-
κ' ήρθε κι αυξήθηκαν οι χώρες της Αιγύπτου.
όλα έγιναν! Και στο ναό των δεών εγώ δοσμένη.
καινούργιο χάρισμα, το τάξιμο εκπληρώνω.
Χωρίς να θέλω απ' τα μαλλιά σου, ρήγισσα, έχω φύγει,
χωρίς να θέλω· στο κεφάλι σου όρκο παίρνω,
(αχ, να πεθάνει όποιος σ' εκείνο ψεύτικο όρκο κάνει),
στο μέταλλο όμως ποιος μπορεί ν' αντισταθεί;
Οι άλλες πλεξούδες οι αδερφές μου έκλαιγαν και μ' αναζητούσαν,
όταν του Αιθίοπα Μέμνονα το αδέρφι,
με φτερούγες που πάλλονταν ωθώντας τον αέρα,
ήρθε μετέωρο, τ' άλογο της Αρσινόης!
Με παίρνει και μεσ απ' του αιθέρα τις σκιές πετώντας
ψηλά με φέρνει και στης θεάς τα γόνατα αλαφρά μ' αφήνει.
Ναι, η Αφροδίτη του Ζεφυρίου άκρου τ' άλογο είχε στείλει
(που έχει στ' ακροθαλάσσι του Κανώπου το ναό της)
για να μην είναι στου ουρανού του ορθού τα μύρια φώτα
μόνο τ' ολόχρυσο στεφάνι της Αριάδνης,
αλλά κ' εγώ πάνω απ' τα ύψη αυτά να λαμπυρίζω,
δώρο ιερό απ' το ξανθό σου το κεφάλι
Υγρή απ' τη δρόσο στα παλάτια των θεών ως μπαίνω, αστέρι
καινούργιο με τ' αρχαία μαζί με βάζει τ' άστρα,
και της Παρθένας και του Λιόντα γ άγριου γειτονεύω
τώρα τα φώτα, με της Καλλιστώς κοντά τ' αστέρια,
και προς τη δύση στρέφομαι οδηγός του οκνού Βοώτη
που αργά πολύ βυθίζεται στον Ωκεανό.
Μα κι αν τη νύχτα ανάερα πόδια των θεών μ' αγγίζουν,
κι αν το πρωί η λευκή Τηθύς με ξαναπαίρνει.
(Ραμνούσια κόρη, όσα δα πώ χωρίς θυμό ας τ' ακούσεις,
δεν δα την κρύψω την αλήθεια εγώ από φόβο.
όχι, και τ' άλλα τ' άστρα ολόγυρα μου ας ψιθυρίζουν
για να μην πώ όσα σκέπτομαι και θέλω),
δε χαίρομαι τόσο γι' αυτό όσο πικρή είν' η θλίψη
που είμαι μακριά από το κεφάλι της κυράς μου.
Μα όταν εσύ, βασίλισσα, κοιτάζοντας τ' αστέρια
λατρεία στην Αφροδίτη θα προσφέρεις με λαμπάδες
και με σπονδές μυρωδικών για με που ήμουν δική σου.
χωρίς φειδώ τα δώρα σου νά ναι παρακαλώ.
Τι θέλω εγώ στους ουρανούς; Μαλλί της Βερενίκης πάλι ας γίνω,
και ο Ωριων ας πάει να λάμπει πλάι στον Υδροχόο.
Δημοσιεύθηκε: 15/05/2010, ημέρα Σάββατο και ώρα 22:32
Και πολύ καλά θα κάνεις, να ανεβάζεις κι εδώ αναρτήσεις από το πρωτογενές ΣτΤ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι κρίμα, να μένουν κλειδωμένες στο σεντούκι τόσο εξαιρετικές αναρτήσεις!