Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα
κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί
αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη, ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν
πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το
μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του.
Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί
αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες
ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι
γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις
επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα
μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.
Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα
από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού
Μουσείου, για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και
τις ληκύθους της.
Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η
Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου
1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες
«διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους
κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη
μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά
γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος
επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως
αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της
αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων
ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα
αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο
με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν
με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα
και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με
κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που
είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου).
Αμέσως, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός.
Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων
του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής
Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο
Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη
Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και
αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο
διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός
αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε
πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη,
συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα
έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη
Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του
καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν
ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε,
θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα
χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα
οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με
ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που
εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του
μουσείου.
Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων.
Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.
Υπέροχο θέμα Κατερίνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι σε μένα αρέσει πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή